- θνητός
- -ή, -ό (ΑΜ θνητός, -ή, -όν, Α αιολ. και δωρ. τ. θνατός)1. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. τού αθάνατος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θνητοίοι άνθρωποι, η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένοςμσν.1. νεκρός, πεθαμένος2. δολοφονημένος3. το αρσ. ως ουσ. ὁ θνητόςο υπήκοοςαρχ.1. βραχύβιος («ἐν θνητῷ ὄντες μᾱλλον θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῡσιν», Πορφ.)2. (για πράγματα) αυτός που ταιριάζει στους θνητούς, αυτός που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινος («θνατὰ θνατοῑσι πρέπει», Πίνδ.).επίρρ...θνητάμε τρόπο που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάνατος].
Dictionary of Greek. 2013.